συνταύτιση

συνταύτιση
συνταύτιση, η και συνταυτισμός, ο
το να γίνεται κάτι ένα και το αυτό με κάτι άλλο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συνταύτιση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συνταυτίζω, ταύτιση πραγμάτων, γνωμών ή απόψεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ταύτιση. Η λ., στον λόγιο τ. συνταύτισις, μαρτυρείται από το 1846 στον Θεόδ. Μανούση] …   Dictionary of Greek

  • γνωσιολογία — Ο κλάδος της φιλοσοφίας που εξετάζει και επαληθεύει τους όρους της εγκυρότητας της γνώσης, τα όρια μέσα στα οποία πραγματοποιείται, τη φύση των σχέσεων μεταξύ της σκέψης και του αντικειμένου καθώς και μεταξύ της σκέψης και της αλήθειας. Τον όρο… …   Dictionary of Greek

  • εφαρμογή — η (Α ἐφαρμογή) [εφαρμόζω] προσαρμογή, συναρμογή, ακριβής τοποθέτηση κάποιου σώματος ή αντικειμένου πάνω σε ένα άλλο («ὁ κανὼν ἀπευθύνει τὰ λοιπὰ τῇ πρὸς αὐτὸν ἐφαρμογῇ και παραθέσει συνεξομοιῶν», Πλούτ.) νεοελλ. 1. μτφ. εκτέλεση στην πράξη,… …   Dictionary of Greek

  • κολιός — (I) ο (Α κολιός) νεοελλ. ζωολ. γένος κολιόμορφων πτηνών τής οικογένειας coliidae αρχ. είδος δρυοκολάπτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. κελεός «πράσινος δρυοκολάπτης»]. (II) ο 1. το ψάρι σκόμβρος ο κολίας 2. παροιμ. α) «κάθε πράμα στον καιρό του κι… …   Dictionary of Greek

  • συμφωνία — (Μουσ.). Σύνθεση κατά κανόνα ενόργανη, που καμιά φορά όμως δέχεται και την ανάμειξη της ανθρώπινης φωνής (σολίστ και χορωδία). Ο όρος συμφωνία κατέληξε στη σημερινή του έννοια έπειτα από μεγάλη ποικιλία εκδοχών. Στην κλασική εποχή σήμαινε, από… …   Dictionary of Greek

  • συνοικείωση — η / συνοικείωσις, ώσεως, ΝΑ [συνοικειῶ / ώνω] εξοικείωση, εθισμός αρχ. 1. αστρολ. συνδυασμός 2. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο πολύ διαφορετικά πράγματα αποδίδονται σε ένα πρόσωπο ή συνδέονται εκφραστικά 3. στον πληθ. αἱ συνοικειώσεις αλληγορική… …   Dictionary of Greek

  • συνταυτισμός — ο, Ν συνταύτιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνταυτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Α. Παπαδόπουλο Κεραμέα] …   Dictionary of Greek

  • Ένγκελς, Φρίντριχ — (Friedrich Engels, Μπάρμεν, Ρηνανία 1820 – Λονδίνο 1895). Γερμανός οικονομολόγος και φιλόσοφος. Υπήρξε, μαζί με τον Καρλ Μαρξ, ο εισηγητής του επιστημονικού σοσιαλισμού και της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας. Γιος βιομηχάνου, εγκατέλειψε για… …   Dictionary of Greek

  • σύμπτωση — η 1. συνταύτιση: Διαπιστώθηκεσύμπτωση απόψεων. 2. τυχαία εμφάνιση: Κατά διαβολική σύμπτωση βρέθηκε μπροστά του ο προϊστάμενός του. 3. συγχρονισμός, ταυτόχρονη εμφάνιση δύο γεγονότων: Η απροσδόκητη σύμπτωση των δύο ατυχιών τον κατέβαλε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”